- καταγλωσσος
- κατάγλωσσοςκατά-γλωσσοςатт. κατάγλωττος 21) болтливый Gell.2) пересыпанный малоупотребительными словами, написанный нарочито темным языком
(ποιήματα Luc., Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ποιήματα Luc., Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κατάγλωττος — κατάγλωττος, αττ. τ. κατάγλωσσος, ον (Α) 1. φλύαρος, πολυλογάς 2. (για ποίημα) ο γραμμένος με σπάνιες και με πολύ εξεζητημένες λέξεις («κατάγλωσσ ἐποίει τὰ ποιήματα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γλωττος (< γλῶττα «γλώσσα»), πρβλ. έγ… … Dictionary of Greek